- ψάμμοις
- ψάμμοςsand: fem dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ψάμμοις — ψάμμος sand fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GERANDRYON — locus olim oraculo celebris, apud Clementem Alex. Protreptico ad Gentes, Γεράνδρυον δε ψάμμοις ἐρήματοις τε τιμημεν´ον καὶ τὸ ἀυτόθι μαντεῖον, ἀυτῇς δρυϊ μεμαραϚμένον, μύθοις γεγηρακότη καταλείψατε. Gerandryon autem arenis desertis honoratum, et… … Hofmann J. Lexicon universale
προσαποτρίβω — Α αφαιρώ κάτι τρίβοντας το με κάτι άλλο («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν τοῑς ψάμμοις προσαποτρίβουσι τὰ ᾠά», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτρίβω «καταστρέφω ή καθαρίζω τρίβοντας»] … Dictionary of Greek